Tέσσερις μεταφραστές μιλούν για τους συγγραφείς με τους οποίους «συναντήθηκαν» και μοιράστηκαν το ταξίδι της γραφής.
Της Μ. Βασιλειάδου

Ο μεταφραστής και ο συγγραφέας του… Ή μήπως ο συγγραφέας και ο μεταφραστής του; Tο ζευγάρι αυτό δεν είναι προϊόν της τύχης, είναι καρπός γοητείας. Ο συγγραφέας και ο –καλός– μεταφραστής του, συναντιούνται καταρχήν από αγάπη. Την κοινή τους αγάπη για το βιβλίο. «Μετά αρχίζουν κάποιες δοκιμαστικές «συναντήσεις» με το κείμενο, κοιτάζεις μια σελίδα και προσπαθείς να την μεταφέρεις στη γλώσσα σου. Mπαίνεις, δηλαδή, στη θάλασσα και βγαίνεις. Σιγά σιγά γνωρίζεις κάθε ικμάδα του βιβλίου και παράλληλα όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία για το συγγραφέα, τη ζωή, τη βιογραφία του, την εποχή του. Γι΄ αυτό και το μεγάλο κέρδος του μεταφραστή είναι το ταξίδι που κάνει μεταφράζοντας».

Αυτά λέει ο Άρης Μπερλής, μεταφραστής και διευθυντής του αγγλικού τμήματος μετάφρασης του ΕΚΕΜΕΛ (Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης Λογοτεχνίας). «Η μετάφραση δεν είναι η απόδοση ενός κειμένου σε μια άλλη γλώσσα. Ούτε απλώς μια μεταφορά από έναν γλωσσικό κώδικα σε έναν άλλο, γιατί πίσω από αυτό υπάρχει η κουλτούρα της κάθε γλώσσας. Έτσι ο μεταφραστής χρειάζεται ένστικτο, δουλειά και θα έλεγα, κάποια τόλμη. Αν φοβάται πολύ τη μεταφορά, τα «υλικά» του θα σπάσουν. Πρέπει να γνωριστεί με το συγγραφέα και τους ήρωές του, να ταυτιστεί μαζί τους, όπως ο ηθοποιός που παίζει διαφορετικούς ρόλους. Εφόσον γίνεται σωστά, αυτή είναι μια αργή διαδικασία που απλώνεται σε πλάτος και βάθος, τόσο πλούσια που στο τέλος κυριολεκτικά ο μεταφραστής «συναντά» το πρόσωπο, όχι μόνον τη λογοτεχνική προσωπικότητα του συγγραφέα. Σε κάποιες μάλιστα ιδιαίτερες περιπτώσεις δημιουργείται μια φαντασιακή σχέση, πολύ στενή. Μεταφράζοντας τα Ανεμοδαρμένα ύψη γνώρισα την Εμιλυ Μπροντέ. Μπήκα στο σπίτι της, στο δωμάτιό της, περπάτησα μαζί της στην εξοχή… Τελικά, υπάρχει εδώ μια εκλεκτική συγγένεια. Ο μεταφραστής είναι ο ιδανικός αναγνώστης του συγγραφέα, πλούσιος, δεκτικός και αφοσιωμένος στο έργο του».

Στις συνεντεύξεις που ακολουθούν, θα γνωρίσουμε τον Κλοντ Σιμόν, την Τόνι Μόρισον, τον Ουμπέρτο Έκο και τον Αντόνιο Ταμπούκι μέσω των alter ego τους, των μεταφραστών τους.

 

Θωμάς Σκάσσης – Kλοντ Σιμόν

Αναγνωρίζοντας την αξία της δουλειάς του στον Κλοντ Σιμόν, του απονεμήθηκε το φετινό Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης. Ο Θωμάς Σκάσσης, που τυπικώς παραμένει δικηγόρος – συγγραφέας – μεταφραστής, ουσιαστικά έχει εγκαταλείψει την πρώτη από τις τρεις επαγγελματικές του ιδιότητες για να αφιερωθεί στη λογοτεχνία. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το τελευταίο του μυθιστόρημα Το ρολόι της σκιάς, και από τις εκδόσεις Εστία κυκλοφορούν Η ακακία, η Πρόσκληση και το Τραμ του Γάλλου νομπελίστα Κλοντ Σιμόν.

— Πώς ξεκίνησε και πώς εξελίχθηκε η σχέση σας με τον συγκεκριμένο συγγραφέα;

— Ξεκίνησα ως αναγνώστης του διαβάζοντας Το δρόμο της Φλάνδρας και το Ξενοδοχείο πολυτελείας. Με εντυπωσίασε ο τρόπος γραψίματος που είναι τόσο ιδιαίτερος: ο μακροπερίοδος λόγος, οι φράσεις μέσα στις οποίες μπαίνουν διαρκώς νέες εικόνες, η συνειρμική ματιά. Αυτός ο λόγος, όσο κι αν σε δυσκολεύει ως αναγνώστη άλλο τόσο σε γοητεύει και βεβαίως γίνεται διπλά δύσκολος για το μεταφραστή. Oταν λοιπόν πριν από μερικά χρόνια η Εστία μού έκανε την πρόταση να αναλάβω την μετάφραση τριών βιβλίων του, δέχτηκα αλλά με μεγάλο φόβο. Το ανέλαβα όμως γιατί βρίσκω τα θέματά του πολύ σημαντικά και γερά ειπωμένα. Έχει μια δύναμη τρομακτική στον τρόπο που αποδίδει τη βιωμένη εμπειρία, και μια πρωτοτυπία. Γι΄ αυτό άλλωστε πήρε και το Νομπέλ (1985).

— Στο διάστημα της εργασίας του, ο μεταφραστής συμπορεύεται με το συγγραφέα;

— Εγώ θα έλεγα ότι απορροφάται από αυτόν, ιδίως αν είναι τόσο έντονος όπως ο Σιμόν. Αυτοί οι συγγραφείς δεν σε αφήνουν να χαλαρώσεις. Oσο καιρό μετέφραζα τα βιβλία του, δεν μπορούσα να γράψω κάτι δικό μου. Τόσο με δέσμευε το ύφος του.

— Θα λέγατε λοιπόν ότι αν ο συγγραφέας είναι δημιουργός του βιβλίου, ο μεταφραστής του είναι…

— Εδώ μπαίνει το περίφημο ζήτημα της ελευθερίας, την οποία μπορεί να πάρει κανείς μεταφράζοντας. Φυσικά στόχος του μεταφραστή είναι να αποδώσει ένα κείμενο σε άρτια ελληνικά. Το στοίχημα είναι να μην προδώσει το ύφος του πρωτοτύπου. Η ιδιαιτερότητα του Σιμόν με τις μεγάλες προτάσεις και την αλληλουχία των εικόνων που σε οδηγεί σαν να βρίσκεσαι πάνω σε γραμμές τρένου, είναι ταυτόχρονα μια δυσκολία και μια ευκολία, καθώς δεν σε αφήνει να κάνεις παρεκβάσεις. Έτσι νιώθεις ευτυχής σκλάβος του.

— Ωστόσο, σας ενδιαφέρει και το πρόσωπο πίσω από το κείμενο;

— Ξέρω τη μορφή του και ξέρω επίσης ότι είναι παντρεμένος με Eλληνίδα, την περίφημη Ρέα, στην οποία αφιερώνει τα βιβλία του. Θα ήθελα πολύ να είχα μια επικοινωνία μαζί του. Μάλιστα, με το θάρρος του βραβείου, ζήτησα ένα από τα βιβλία του στα γαλλικά με μια ιδιόχειρη αφιέρωση. Ακόμα δεν έχει ικανοποιηθεί αυτή η παράκληση, αλλά έχω μάθει ότι βρίσκεται σε προχωρημένο γήρας. Θα περιμένω.

 

Έφη Kαλλιφατίδη – Ουμπέρτο Έκο

Μία ακόμα ιστορία έρωτα, αυτήν τη φορά μεταξύ του λογοτέχνη Ουμπέρτο Eκο –ένα από τα πολλά πρόσωπα του «πανεπιστήμονα» Iταλού καθηγητή και συγγραφέα– και της μεταφράστριάς του, Έφης Kαλλιφατίδη. Από την πρώτη τους γνωριμία μεσολάβησαν είκοσι χρόνια και τουλάχιστον δεκαπέντε μεταφρασμένα βιβλία του από την ίδια, μυθιστορήματα και δοκίμια.

«Το 1980-81, ήμουν στη Ρώμη. Τα ιταλικά μου ήταν μάλλον φτωχά, αλλά βλέποντας την τεράστια επιτυχία που είχε τότε εκεί το ‘Ονομα του Ρόδου, το πήρα και έκανα μια απόπειρα –εντελώς αποτυχημένη– να το διαβάσω. Εν πάση περιπτώσει, το μισοδιαβασμένο Ρόδο έμεινε στην άκρη. Το ’84, ήρθε σ’ επαφή μαζί μου ο Μανόλης Μπουζάκης της Γνώσης, οίκου που τότε πρωτοξεκινούσε και μου έδωσε ένα δοκιμαστικό. Δεν ξέρω αν στο μεταξύ είχαν βελτιωθεί τα ιταλικά ή τα ελληνικά μου, αλλά το δοκιμαστικό κρίθηκε καλό και… ύστερα ήρθε ο έρωτας».

— Και πώς εξελίχθηκε αυτή η σχέση;

— Ο Έκο είχε επιτυχία στην Ελλάδα, εγώ αποδείχτηκα επαρκής ως μεταφράστριά του και οι προτάσεις να τον μεταφράσω συνεχίστηκαν. Εκεί είδα ότι μου ήταν «εύκολος» – και δεν εννοώ γλωσσικά, αλλά σαν τρόπος σκέψης και μέθοδος. Πολλές φορές τυχαίνει να ξέρω τι θα πει στην αμέσως επόμενη φράση του ή να μεταφράζω λίγο πιο κάτω μια φράση χωρίς να την έχω καλοδιαβάσει. Καμιά φορά αστειεύομαι ότι τον μεταφράζω χωρίς να τον διαβάζω, οπότε το επόμενο στάδιο θα είναι να τον μεταφράσω χωρίς να έχει γράψει.

— Ποιες είναι οι ιδιαίτερες δυσκολίες της μετάφρασης των μυθιστορημάτων του και ποιες οι χαρές της;

— Αυτό το ευρύ πεδίο των γνώσεων του Έκο ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία. Επιπλέον, η κλασική δυτική παιδεία έχει αναφορές λίγο πολύ άγνωστες στον Έλληνα και για ένα μεγάλο διάστημα –προ Ίντερνετ– κάποια πράγματα ήταν δυσπρόσιτα. Από την άλλη, ο ίδιος κάνει τα πάντα για να διευκολύνει τους μεταφραστές του. Στέλνει σημειώσεις μαζί με τα κείμενά του, αφήνει ελευθερίες στο μεταφραστή να τροποποιήσει στοιχεία που πιστεύει ότι δεν αγγίζουν το εγχώριο αναγνωστικό κοινό με την αρχική μορφή τους. Αυτό σου δίνει μια ελευθερία να παίξεις με το κείμενό του, με τον ίδιο βέβαια τρόπο που παίζει κι αυτός.

— Με ποιον τρόπο προσεγγίζετε συνήθως το κείμενο που μεταφράζετε;

— Πήγα να πω ότι το προσεγγίζω σαν αναγνώστης, αλλά θα ήταν ψέμα. Η αλήθεια είναι ότι προσπαθώ να βάλω το μυαλό μου να δουλέψει όσο πιο κοντά γίνεται στον τρόπο που δουλεύει το μυαλό του συγγραφέα. Δεν με ενδιαφέρει αν σε πρώτη φάση καταλαβαίνω ή δεν καταλαβαίνω μια λέξη, το βασικό είναι να καταλάβω τον τρόπο που σκέφτεται και νιώθει. Αυτή είναι η πρόκληση: να λύσω το σταυρόλεξο ανάμεσα στον τρόπο σκέψης και στον τρόπο έκφρασης του συγγραφέα, τοποθετώντας τον ταυτόχρονα μέσα στις συνθήκες και τα πολιτισμικά δεδομένα μιας άλλης χώρας και πιθανόν μιας άλλης εποχής.

 

Κατερίνα Σχινά – Τόνι Μόρισον

«Η μετάφραση είναι για μένα μια πραγματική επιθυμία να οικειοποιηθώ ένα βιβλίο. Καταρχήν να το οικειοποιηθώ και μετά να το γνωρίσω στους άλλους». Η Κατερίνα Σχινά, δημοσιογράφος και μεταφράστρια, άνθρωπος του βιβλίου χάρη και στις δύο επαγγελματικές της ιδιότητες, έχει κι εκείνη τη μεταφραστική ευθύνη ενός Νομπέλ Λογοτεχνίας, την Τόνι Μόρισον. Eχει μεταφράσει τέσσερα μυθιστορήματά της στις εκδόσεις Νεφέλη και αυτόν τον καιρό ετοιμάζει το πιο πρόσφατο, Love. «Δεν έχω γνωρίσει τη Μόρισον», λέει, «αλλά είναι σαν την ξέρω. Αισθάνομαι την παρουσία της πίσω από τις γραμμές».

— Πώς «γνωριστήκατε» με τη συγγραφέα;

— Είχα διαβάσει το Τραγούδι του Σόλομον και επίσης την Αγαπημένη. Oταν πήρε το Νομπέλ (1988), μου έγινε η πρόταση να μεταφράσω την Τζαζ. Hταν ουσιαστικά το πρώτο μου μεγάλο μεταφραστικό εγχείρημα, μια βουτιά στο κρύο νερό. Oχι τόσο επειδή το κείμενο ήταν απροσπέλαστο, αλλά ο τρόπος της γραφής ήταν τέτοιος που πολλές φορές με οδηγούσε σε παρανοήσεις. Η Μόρισον γράφει ελλειπτικά. Ξετυλίγει την ιστορία μέσα από συνεχείς αναδρομές, συνειρμούς, εσωτερικούς μονολόγους. Επίσης είναι αρκετά δύσκολος ο τόνος και το ύφος, μοιάζει πολύ η λογοτεχνική σύνθεση με ένα μουσικό κομμάτι της τζαζ. Εκεί η ορχήστρα μάς δίνει το θέμα συνήθως παιγμένο από όλα τα όργανα μαζί, και μετά το καθένα διαφοροποιείται. Στη Μόρισον μας δίνεται το θέμα και ύστερα μία μία οι φωνές των αφηγητών ξετυλίγουν την ιστορία τους. Επίσης στο ύφος υπάρχει μία μουσική αναλογία: όπως έχουμε στην τζαζ κάποια πολύ μικρά κομμάτια επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα, έτσι και στην Μόρισον έχουμε επωδούς. Για να αποδώσω αυτά, με βοήθησε ίσως ότι ήξερα μουσική.

— Αυτό σημαίνει ότι σας ταιριάζει και ιδιοσυγκρασιακά, γεγονός που αποτελεί προϋπόθεση για μια καλή μετάφραση;

— Ο Στάινερ στα Αξόδευτα πάθη λέει: «Υπάρχουν μεταφράσεις που αστοχούν και προδίδουν το κείμενο. Αλλά υπάρχουν κι άλλες όπου παρά τα προβλήματα υπάρχει μια επιτυχία ως προς την αντανάκλαση του πρωτότυπου κειμένου στη γλώσσα που το αναδέχεται». Αυτό νομίζω ότι κατάφερα, χωρίς να αποφύγω λάθη ή αστοχίες.

Αν τώρα μου ταιριάζει ιδιοσυγκρασιακά; Ναι, αν και με ενοχλεί καμιά φορά ο υπερβολικά γυναικοκεντρικός της κόσμος, με την έννοια ενός διακηρυκτικού φεμινισμού. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο τον παρουσιάζει είναι και ειλικρινής και πιστός γνωρίζοντάς μας μια ενδιαφέρουσα πλευρά της γυναικείας εμπειρίας: τι σήμαινε, ιδίως εκείνη την εποχή, να είσαι μαύρη και γυναίκα στην αμερικανική ανδροκρατούμενη κοινωνία.

— Yστερα από μια τόσο αναλυτική εργασία, τι μπορείτε να πείτε για τη Μόρισον σε εμάς, τους λιγότερο «εργατικούς» αναγνώστες της;

— Νομίζω ότι επιχείρησε με έναν τρόπο να γίνει ο ιστορικός της μαύρης ράτσας, ιδίως μέσα από τον Παράδεισο. Το κάνει δε με έναν πολύ ωραίο, υπόρρητο τρόπο προσπαθώντας να μιλήσει για πράγματα που ήταν αποσιωπημένα στη λευκή Αμερική. Αυτό το στοιχείο την κάνει αφενός πολιτική συγγραφέα και αφετέρου πολύ σημαντική, στοιχεία που το Νομπέλ επιβράβευσε.

 

Aνταίος Xρυσοστομίδης – Αντόνιο Ταμπούκι

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Aνταίος Xρυσοστομίδης είναι ο άνθρωπος του Αντόνιο Ταμπούκι στην Ελλάδα, ο μεταφραστής και πλέον ο φίλος του. Eχει μεταφράσει οκτώ βιβλία του μέχρι τώρα και ένα ακόμα πρόκειται να κυκλοφορήσει τους επόμενους μήνες, πάντοτε από τις εκδόσεις Άγρα. Τον προηγούμενο χρόνο τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης για το Είναι αργά, όλο και πιο αργά.

«Την εποχή που μια Iταλίδα φίλη ελληνίστρια μου μίλησε για τον Ταμπούκι, εγώ έψαχνα να ερωτευτώ ξανά, μετά τον Καλβίνο που υπήρξε ένας μεγάλος μου έρωτας. Το πρώτο βιβλίο του που μετέφρασα ήταν το Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα για τις εκδόσεις Ψυχογιός. Τότε είδα πόσο συγγενική αισθανόμουν τη γραφή του. Γι΄ αυτό αποφάσισα να συνεχίσω και αργότερα να γνωρίσω τον ίδιο. Η συνάντησή μας δεν υπήρξε καθόλου εύκολη. Σιγά σιγά αυτή η γνωριμία έγινε μια πολύ φιλική σχέση».

— Τι προσέθεσε η γνωριμία σας στην εικόνα του συγγραφέα που είχατε σχηματίσει και τι αφαίρεσε;

— Μου αφαίρεσε τη δυνατότητα να βλέπω το λογοτεχνικό του έργο χωρίς να αντιλαμβάνομαι τις προσωπικές συνισταμένες. Αυτό είναι ταυτόχρονα κέρδος και απώλεια. Δεν μου στερεί τη χαρά της ανάγνωσης, αλλά το μυθικό μέρος της. Από την άλλη, η γνωριμία μαζί του μου προσθέτει γνώση, κι αυτό με βοηθά στη μετάφραση.

— Μέσω των μεταφράσεων μοιάζει να δημιουργείτε αποκλειστικές σχέσεις…

— Επιδίωξα να μεταφράζω βιβλία που μου άρεσαν. Αυτό για μένα ήταν τύχη και επιλογή επίσης. Ακόμα και την εποχή που μπορούσα να ζήσω άνετα από τη δημοσιογραφία, γυρνούσα στο σπίτι και μετέφραζα. Πιστεύω ότι η μετάφραση πρέπει να έχει σχέση με την επιθυμία. Δεν πληρώνεται, δεν ολοκληρώνεται ποτέ κι επίσης δεν αναγνωρίζεται. Είναι μια δουλειά μυρμηγκιού. Αν δεν είσαι λίγο ψώνιο, δεν είσαι καλός μεταφραστής.

— Σε ένα τέτοιο έρωτα, όπως αυτούς που περιγράφετε μεταξύ ενός μεταφραστή και του συγγραφέα του, δεν ενυπάρχει η ανισότητα;

— Η σχέση μεταφραστή και συγγραφέα εμπεριέχει καταρχήν οικειότητα. Εμπεριέχει όμως και αμηχανία. Γνωρίζοντας έναν άνθρωπο από τα πεζά του, γνωρίζεις ίσως το πιο μύχιο κομμάτι του εαυτού του, όχι όμως τον ίδιο. Επίσης, αυτή η σχέση ενέχει ανταγωνισμό. Oταν μεταφράζεις έναν συγγραφέα, ξέρεις τη μεγαλοσύνη του αλλά και τα αδύνατα σημεία του. Αντίστροφα, ο συγγραφέας καταλαβαίνει ότι το βιβλίο του ξαναδημιουργείται σε κάθε γλώσσα που μεταφράζεται. Πρόκειται λοιπόν για μια σχέση εκ των πραγμάτων άνιση όπου ο δημιουργός έχει το προβάδισμα, χωρίς να παραβλέπουμε μια μικρή εξάρτηση από τον μεταφραστή του. Έχω τη χαρά να με έχουν επιλέξει ως μεταφραστή τους οι συγγραφείς που αγάπησα, τόσο ο Ιταλο Καλβίνο όσο και ο Αντόνιο Ταμπούκι. Τελικά αυτή είναι μία σχέση που διαρκώς αλλάζει ισορροπίες.

— Θα μπορούσατε να αποκαλύψετε κάποια μυστικά της γραφής του;

— Κρατάει πάντοτε ένα μυστήριο, αφήνει μερικά πράγματα για να τα φανταστεί ο αναγνώστης. Επίσης κάνει ένα ωραίο μείγμα αφού ό,τι αγαπάει –ο Καβάφης, ο Πεσόα– βρίσκονται μέσα στις φράσεις του, χωρίς όμως να αναφέρεται ακριβώς σε αυτά.

Πηγή: Καθημερινή 28/08/05