Απόσπασμα από την πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία του Μιχαήλ Σαχίνη, που εκφωνήθηκε στη 2η επιστημονική συνάντηση ελληνόφωνων μεταφρασεολόγων στη Θεσσαλονίκη, με τίτλο «Η διδακτική της μετάφρασης στον ελληνόφωνο χώρο: ευθυγραμμίζοντας τις ανάγκες των φοιτητών με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας».

 

Περνώντας, τώρα, στις ανάγκες της ελληνικής μεταφραστικής αγοράς, τα πράγματα δείχνουν να είναι κάπως πιο ευοίωνα, καθώς αυτές φαίνεται να έχουν διερευνηθεί περισσότερο. Χαρακτηριστικές είναι οι ακόλουθες έρευνες:

Μια από τις πρώτες έρευνες που σκιαγράφησαν τη μεταφραστική αγορά στην Ελλάδα διεξήχθη από το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Μετάφρασης και Μεταφρασεολογίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου το 1999, και τιτλοφορείται «Στοιχεία για την ελληνική αγορά των μεταφράσεων». Η έρευνα, η οποία βασίζεται σε στοιχεία που συλλέχτηκαν με τη βοήθεια ερωτηματολογίων, προβάλλει τις μεταφραστικές ανάγκες 34 εκδοτικών οίκων με έδρα την Ελλάδα. Καταλήγει στο ότι τα μεταφρασμένα βιβλία αποτελούν το ένα τρίτο της ετήσιας παραγωγής βιβλίων στην Ελλάδα και ότι το είδος των βιβλίων που μεταφράζεται περισσότερο είναι τα λογοτεχνικά βιβλία (36,4%). Μολαταύτα, η έρευνα αυτή εξετάζει μονάχα τη μετάφραση βιβλίων, και όχι άλλων πηγών, κι έλαβε χώρα μόνο σε εκδοτικούς οίκους, δίχως να λαμβάνει υπόψη άλλους παραγωγούς μεταφράσεων, όπως είναι οι μεταφραστικές εταιρείες, οι ελεύθεροι επαγγελματίες μεταφραστές, κτλ.

Μια άλλη έρευνα που τελέστηκε πολύ αργότερα, το 2005, αποτελεί η μεταπτυχιακή εργασία της Μαρίας Σίσκου με τίτλο «Τα Είδη των Κειμένων στην Ελληνική Αγορά της Μετάφρασης: Έρευνα με Ερωτηματολόγιο». Κι εδώ γίνεται χρήση ερωτηματολογίων, για να διερευνηθεί η ελληνική μεταφραστική αγορά, με δείγμα 31 μεταφραστικών εταιρειών στη Θεσσαλονίκη και στις Σέρρες. Τα αποτελέσματα δεν εκπλήσσουν: Οι ξένες γλώσσες που έχουν περισσότερη ζήτηση στη μετάφραση είναι, με φθίνουσα σειρά, τα Αγγλικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Ρώσικα και Ισπανικά, ενώ τα είδη κειμένων που μεταφράζονται περισσότερο είναι τα πιστοποιητικά, τα πτυχία, οι αναλυτικές βαθμολογίες, τα απολυτήρια, οι συμβάσεις, τα συμβόλαια και τα συμφωνητικά (Σίσκου, 2005: 49). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα συμπεράσματα της συγγραφέως που καταλήγει ότι:

«Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα δεν εντοπίστηκε κάποια προσπάθεια από την πλευρά των πανεπιστημίων που προσφέρουν μεταφραστικές σπουδές να χαρτογραφήσουν την αγορά της μετάφρασης με απώτερο σκοπό την καλύτερη προετοιμασία των μελλοντικών μεταφραστών.» (Σίσκου, 2005: 72)

Μια παρόμοια έρευνα, πάλι από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, διεξήγαγε το 2006 η Αθηνά Ιωαννίδου, κι έχει τίτλο «Η διαδικτυακή αγορά μεταφραστικών γραφείων ως παράγοντας διαμόρφωσης του προφίλ του εκπαιδευόμενου μεταφραστή». Η ερευνητική της μέθοδος ήταν τελείως διαφορετική από αυτήν που χρησιμοποίησε η Σίσκου, καθώς η Ιωαννίδου συνέλεξε όλα τα δεδομένα της αποκλειστικά από το περιεχόμενο ιστοτόπων 25 μεταφραστικών γραφείων, εκ των οποίων 23 εδρεύουν στην Ελλάδα και 2 στο εξωτερικό. Αναφορικά με τις γλώσσες που μεταφράζονται περισσότερο, τα αποτελέσματά της δε διαφέρουν και πολύ από αυτά της Σίσκου, αφού οι πρώτες γλώσσες είναι τα Αγγλικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Ιταλικά και Ισπανικά. Εντούτοις, σε ό,τι αφορά τα είδη κειμένων, η συγγραφέας παρουσιάζει αυτά που τα μεταφραστικά γραφεία προσφέρουν δυνητικά, σύμφωνα με τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στις ιστοσελίδες τους, χωρίς να ενδιαφέρεται για το πόσο συχνά τα γραφεία μεταφράζουν στην πραγματικότητα αυτά τα είδη. Έτσι, εξάγει το συμπέρασμα ότι όλα τα γραφεία αναλαμβάνουν τη μετάφραση ειδικών κειμένων, ήτοι νομικά, οικονομικά, ιατρικά, επιστημονικά και τεχνικά, τα τρία τέταρτα μεταφράζουν και γενικά κείμενα, δηλ. δημοσιογραφικά, γενικά πληροφοριακά και διαφημιστικά, ενώ το ένα τρίτο αναλαμβάνει τη μετάφραση και λογοτεχνικών κειμένων.

Μια πιο εκτενή και πολύ πιο πρόσφατη μελέτη αποτελεί η «Έρευνα αναφορικά με τον κλάδο των μεταφραστικών υπηρεσιών» που ετοιμάστηκε από τους Χριστοδούλου και Γαλιατσάτου αποκλειστικά για τον Π.Α.Σ.ΜΕ.Ε. τον Ιούλιο 2008. Στην βολιδοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε online συμμετείχαν 69 μεταφραστικές επιχειρήσεις, οι οποίες απάντησαν σε μια ευρεία γκάμα ερωτημάτων σχετικά με τη δομή και οργάνωσή τους, τους συνδυασμούς γλωσσών που παρέχουν, την τιμολογιακή τους πολιτική, τους τομείς εξειδίκευσής τους, την παροχή ή μη υπηρεσιών διερμηνείας, τη χρήση λογισμικών CAT, τις οικονομικές συναλλαγές με πελάτες, τη χρησιμοποίηση εξωτερικών συνεργατών και, τέλος, τη συμμετοχή τους ή όχι σε μεταφραστικούς συνδέσμους. Έτσι, ενδεικτικά βρέθηκε ότι:

  1. οι τρεις συνδυασμοί γλωσσών με τη μεγαλύτερη ζήτηση είναι αγγλικά-ελληνικά, ελληνικά-αγγλικά και γερμανικά-ελληνικά.
  2. οι βασικότεροι τομείς εξειδίκευσης για μια μεταφραστική επιχείρηση είναι τα τεχνικά θέματα, η ιατρική/φαρμακολογία, τα νομικά θέματα και ο επιχειρηματικός
    τομέας.
  3. Το λογισμικό που χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο είναι το SDL/Trados, αν και 4 στους 10 ανέφεραν ότι δε χρησιμοποιούν κάποιο λογισμικό CAT.
  4. Τα πιο σημαντικά κριτήρια επιλογής εξωτερικών συνεργατών είναι η μητρική γλώσσα, η εξειδίκευση σε κάποιον τομέα και η τήρηση προθεσμιών παράδοσης.

Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι μια από τις γλώσσες για τις οποίες δυσκολεύονται να βρουν μεταφραστές είναι τα γερμανικά. Μια τελευταία έρευνα που θα ήθελα να μνημονεύσω είναι της Αικατερίνης Βρέττα-Πανίδου (2009), η οποία το 2008-2009 εξέτασε τις δυνατότητες απασχόλησης στην ελληνική αγορά μετάφρασης των αποφοίτων ξενόγλωσσων φιλολογιών. Κι εδώ έγινε χρήση ερωτηματολογίων, τα οποία συμπλήρωσαν 23 μεταφραστικά γραφεία, και συνοπτικά τα αποτελέσματα είναι τα εξής:

Τα γραφεία απάντησαν ότι γενικά ενδιαφέρονται σε μια συνεργασία με απόφοιτους ξενόγλωσσων φιλολογιών χωρίς μεταφραστική πείρα, ωστόσο, δεν είναι διατεθειμένα να τους πληρώσουν όσο θα πλήρωναν έμπειρους μεταφραστές. Επιπλέον, η έρευνα κατέδειξε πόσο σημαντικό είναι ένα προσεκτικά συνταγμένο βιογραφικό, αφού πολύ συχνά τα γραφεία απορρίπτουν υποψήφιους συνεργάτες από αυτό και μόνο.

Ακόμη, δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι πολλά γραφεία ζητούν συνεργάτες με ειδίκευση σε νομικά, τεχνικά, ιατρικά/φαρμακευτικά και οικονομικά κείμενα, ενώ οι ξένες γλώσσες με την περισσότερη ζήτηση είναι τα αγγλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά. Αξιοσημείωτο είναι κι εδώ ότι δύο γραφεία ομολόγησαν ότι υπάρχει έλλειψη ικανών μεταφραστών με γλώσσες εργασίας τα γερμανικά και τα ιταλικά.

Τέλος, τα γραφεία φαίνεται να εκτιμούν στους υποψήφιους συνεργάτες την επαγγελματική εμπειρία, ακόμα κι αν δεν είναι πάνω στη μετάφραση, καθώς επίσης και την εκπαίδευση πάνω στη μετάφραση και μια κάποια ειδίκευση σε συγκεκριμένο τομέα. Η Βρέττα-Πανίδου καταλήγει ότι το μάθημα της μετάφρασης στις ξενόγλωσσες φιλολογίες πρέπει να προσανατολίζεται προς τη «διαρκώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα», όπως χαρακτηριστικά λέει, και οι μεταφράσεις, με τις οποίες δουλεύουν οι φοιτητές, να είναι ρεαλιστικές και παρόμοιες με αυτές που αναλαμβάνουν οι επαγγελματίες μεταφραστές.

Και στο εξωτερικό έχουν γίνει συναφείς έρευνες σχετικά με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και ενδεικτικά αναφέρουμε την έρευνα του Schmitt (1999) για τη μεταφραστική αγορά στη Γερμανία, την έρευνα για την καναδική βιομηχανία μετάφρασης (1999) και, τέλος, αυτήν του Li (2007) αναφορικά με το τι πιστεύουν τα μεταφραστικά γραφεία στο Χονγκ Κονγκ για την εκπαίδευση των μεταφραστών στα
εκεί πανεπιστήμια.

Αυτό που πιστεύω ότι ελλείπει στην Ελλάδα είναι μια εκτενέστερη μελέτη αναφορικά με την άποψη των μεταφραστικών γραφείων για το τι δεξιότητες και γνώσεις θα επιθυμούσαν να αποκτούνται στα πλαίσια των μεταφραστικών σπουδών, είτε σε προπτυχιακό είτε σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Επίσης, ας με λησμονούμε ότι πολλοί μεταφρασεολόγοι είναι της γνώμης ότι είναι αναγκαίος ο επαγγελματικός ρεαλισμός μέσα στο μάθημα της μετάφρασης. Παραδείγματος χάριν, η Nord (1991) είναι υπέρμαχος μιας φοιτητοκεντρικής κατάρτισης των μεταφραστών που θα προσομοιώνει την επαγγελματική πρακτική, κάτι που ενστερνίζεται και ο Robinson (1997), ενώ ο Gouadec (1994) προτείνει την ενσωμάτωση στο πρόγραμμα σπουδών πραγματικών μεταφραστικών έργων για πραγματικούς πελάτες. Στο ίδιο πνεύμα κινούνται και πολλοί άλλοι, όπως ο Vienne (1994) που θα ήθελε μέσα στην τάξη να μεταφράζονται κείμενα που μεταφράζουν οι καθηγητές επαγγελματικά, η Colina (2003) που επιθυμεί το μάθημα της μετάφρασης να εναρμονίζεται με τον επαγγελματικό κόσμο, η Kelly (2005) που τάσσεται υπέρ της πρακτικής άσκησης στα πλαίσια των σπουδών, κ.α.